30 Οκτωβρίου, 2025
ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΑ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ ΣΕ ΕΛΒΕΤΙΚΟ ΦΡΑΓΚΟ

Τα στεγαστικά δάνεια σε Ελβετικό Φράγκο αποτελούν μια πληγή που άνοιξε η πολιτική των Τραπεζών στην κοινωνία. Πρόκειται για δάνεια που πρότειναν αρκετοί τραπεζικοί όμιλοι ως συμφέροντα και ασφαλή και τελικά με την άνοδο της ισοτιμίας του Ελβετικού Φράγκου, αποδείχθηκαν το αντίθετο. Κι ενώ στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες έχουν δοθεί ικανοποιητικές λύσεις στους δανειολήπτες, τόσο από τα Δικαστήρια όσο και από τις κυβερνήσεις, στην Ελλάδα οι αποφάσεις του Εφετείου το 2018 και του Αρείου Πάγου το 2019 υπέρ των τραπεζών, έχουν εγκλωβίσει δεκάδες χιλιάδες πολίτες και έχουν ενισχύσει τις φωνές και τον προβληματισμό για τη λειτουργία της δικαιοσύνης στη χώρα.

Το νομικό πλαίσιο για τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο (CHF) εισέρχεται σε νέο κρίσιμο στάδιο, με εξελίξεις που δημιουργούν προοπτική αποκατάστασης για τους δεκάδες χιλιάδες δανειολήπτες στην Ελλάδα. Η πρόσφατη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου της Λευκωσίας τον Ιούνιο του 2024 πως η Κύπρος παραβίασε το ευρωπαϊκό δίκαιο, αποτελεί στροφή στο αδιέξοδο που είχε δημιουργηθεί, ενισχύοντας αισθητά τη νομική βάση των αξιώσεων. Υπενθυμίζει με σαφήνεια ότι τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, έχουν την υποχρέωση να εφαρμόσουν πλήρως το δίκαιο της ΕΕ, το οποίο προστατεύει τους καταναλωτές από αθέμιτους όρους σε συμβάσεις. Η ουσία είναι πως οι εθνικές κυβερνήσεις δεν μπορούν να υποβαθμίσουν τα ευρωπαϊκά δικαιώματα των πολιτών μέσω φορολογικών ή άλλων μέτρων. Είναι αξιοσημείωτο πως ο Άρειος Πάγος δεν είχε αποστείλει ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) για το ζήτημα των δανείων σε ελβετικό φράγκο, ώστε να συνάδει η απόφασή του με αυτή των δικαστηρίων άλλων ευρωπαϊκών χωρών, γεγονός που είχε δημιουργήσει εύλογα ερωτήματα.

Η πρόσφατη εξέλιξη αλληλεπιδρά με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, η οποία έχει ήδη θεμελιώσει τα δικαιώματα των δανειοληπτών. Συγκεκριμένα, το ΔΕΔ έχει αποφασίσει ότι όροι συμβάσεων που δημιουργούν ασυμμετρία εις βάρος του καταναλωτή, χωρίς να διαπραγματεύονται με καλή πίστη, μπορούν να κηρυχθούν άδικοι και άκυροι. Πιο πρόσφατα, στην υπόθεση C-80/23, το ΔΕΔ ενίσχυσε περαιτέρω τη θέση των δανειοληπτών, αναγνωρίζοντας το δικαίωμά τους στην επιστροφή χρημάτων που καταβλήθηκαν καθ’ υπέρβαση των νομίμων ορίων, ένα θέμα κεντρικό για τα δάνεια σε CHF λόγω των δραματικών διακυμάνσεων της ισοτιμίας.

Παρά τις πολυάριθμες κυβερνητικές υποσχέσεις και την απροθυμία λήψης ουσιαστικών μέτρων για τη δικαίωση των δανειοληπτών, η προοπτική για τους δανειολήπτες που θα προχωρήσουν σε νέες ενέργειες φαίνεται πιο θετική. Εκτιμάται ότι οι δανειολήπτες που ασκούν τα δικαιώματά τους εγκαίρως και με σωστή νομική υποστήριξη έχουν πραγματικές πιθανότητες να επιτύχουν μείωση του συνολικού χρέους τους έως και 40%, αποτιμώντας ξανά το δάνειο σε δίκαιες συνθήκες και κλείνοντας μια δύσκολη περίοδο οικονομικής αβεβαιότητας. Η πίεση όμως πρέπει να ενταθεί από το σύνολο των πολιτών που έχουν βιώσει αυτή την αδικία τόσο στην πολιτεία που δεν στέκεται στο ύψος των περιστάσεων, όσο και στις Τράπεζες που εμφανίζουν υψηλότατη κερδοφορία, βασισμένη σε πρακτικές που δείχνουν έλλειψη σεβασμού απέναντι στο κοινό.